Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

sacrifice fly


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο sacrifice παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: fly
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sacrifice n (religion)θυσία ουσ θηλ
 The gods demanded a sacrifice.
 Οι θεοί ζητούσαν μια θυσία.
sacrifice n ([sth] given up)θυσία ουσ θηλ
 Following his dreams was the sacrifice Glenn made when he decided to settle down and have a family.
sacrifice n (act of sacrificing)θυσία ουσ θηλ
 Polly's sacrifice of her place at university pleased her mother, who wanted her to stay at home.
sacrifice [sth] vtr (religion: animal)θυσιάζω ρ μ
  προσφέρω κτ ως θυσία περίφρ
 The high priest sacrificed a goat.
 Ο αρχιερέας πρόσφερε μια γίδα ως θυσία.
sacrifice [sth] vtr (give [sth] up for gain)θυσιάζω ρ μ
 Sarah sacrificed her weekends to study for her exams.
 Η Σάρα θυσίασε τα σαββατοκύριακα για να διαβάσει για τις εξετάσεις της.
sacrifice [sth] vtr (suffer for sake of [sth] else)θυσιάζω ρ μ
 Brian sacrificed his career to care for his elderly parents.
 Ο Μπράιαν θυσίασε την καριέρα του για να φροντίσει τους ηλικιωμένους γονείς του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
human sacrifice n (religion: killing [sb] for a god)ανθρωποθυσία ουσ θηλ
 The Aztecs practiced human sacrifice.
human sacrifice n (religion: [sb] killed for a god)άτομο που θυσιάζεται περίφρ
  (θύμα θυσίας)θυσία ουσ θηλ
 Archaeologists have discovered the skulls of 80 women who were used as human sacrifices.
 Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα κρανία 80 γυναικών που θυσιάστηκαν.
sacrifice yourself v expr (endure inconvenience or loss for [sb])θυσιάζομαι ρ αμ
 You don't need to sacrifice yourself for his benefit.
sacrifice yourself v expr (die for a cause)θυσιάζομαι ρ αμ
self-sacrifice n (neglecting own desires)αυτοθυσία ουσ θηλ
supreme sacrifice n (dying for a cause)υπέρτατη θυσία επίθ + ουσ θηλ
 Many soldiers made the supreme sacrifice during the war.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sacrifice fly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sacrifice fly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!